- ισοδίαιτος
- ἰσοδίαιτος, -ον (Α)αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβρο-δίαιτος, τρυφερο-δίαι- τος].
Dictionary of Greek. 2013.